μαραθωνοδρόμος

μαραθωνοδρόμος
ο, η
αθλητής που μετέχει στο αγώνισμα τού μαραθώνιου δρόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Εστία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μαραθωνοδρόμος — ο ο αθλητής που συμμετέχει στο μαραθώνιο δρόμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ημεροδρόμος — Ειδικός ταχυδρόμος στην αρχαία Ελλάδα, που έπρεπε σε μία ημέρα να διανύσει μεγάλη απόσταση. Κάθε ελληνική πόλη είχε τους η. της, που ονομάζονταν άγγελοι και δρομοκήρυκες. Ο Μαραθωνοδρόμος Φειδιππίδης, που μετέδωσε στους Αθηναίους το άγγελμα της… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Λαγουδάκης, Σωκράτης — (Σμύρνη 1864 – 1944). Γιατρός και λόγιος. Διεξήγαγε έρευνες για τη λέπρα, εμβολιαζόμενος ο ίδιος με αίμα λεπρού (1934). Συνέγραψε διάφορες μελέτες και για πέντε χρόνια εξέδιδε στο Παρίσι το περιοδικό Ιπποκράτης. Στους Ολυμπιακούς αγώνες του 1896… …   Dictionary of Greek

  • Λούης, Σπύρος — (Μαρούσι Αττικής 1872 – 1940). Ολυμπιονίκης αθλητής του μαραθωνίου. Κύρια ασχολία του ήταν η καλλιέργεια της γης και η μεταφορά νερού από το Μαρούσι στην Αθήνα (νερουλάς). Μολονότι δεν είχε καμία απολύτως σχέση με τον αθλητισμό, παρακινήθηκε από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”